- φιγουρατζής
- ο, θηλ. φιγουρατζού, Ναυτός που τού αρέσει να κάνει φιγούρες, να επιδεικνύεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. -ατζής (πρβλ. καβγ-ατζής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιγουρατζής — ο θηλ. ού αυτός που εμφανίζεται επιδεικτικά, που επιδείχνεται: Η φιγουρατζού η εξαδέρφη του μας κάνει την αριστοκράτισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
φιγουρατζίδικος — η, ο, Ν [φιγουρατζής] επιδεικτικός … Dictionary of Greek
φιγουρατζίδικος — η, ο φιγουρατζής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)